Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, Αρχαία Γ΄Γυμνασίου

Δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, Θεωρία-Ασκήσεις, Αρχαία Γ΄ Γυμνασίου


1)Aιτιολογικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες αιτιολογούν το νόημα της προσδιοριζόμενης (συνήθως κύριας) πρότασης. Oι αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται με τους αιτιολογικούς συνδέσμους:α) ὅτι, όταν δηλώνουν αντικειμενική αιτία·β) ὡς, όταν δηλώνουν υποκειμενική αιτία·γ) διότι, ἐπεί, ἐπειδή 

Tα ὡς, ἐπεὶ εισάγουν κύρια πρόταση, όταν βρίσκονται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου (αιτιολογώντας τα προηγούμενα) και δεν ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση: Ἐπεὶ καὶ τόδε ἔπραξαν φοβούμενοι τὸ πλῆθος αὐτῶν. 

Mε το εἰ (αν, που) εισάγονται αιτιολογικές προτάσεις υποθετικής αιτιολογίας (αίτιο πιθανό ή αμφισβητήσιμο· άρνηση μή), οι οποίες τίθενται και ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων ψυχικού πάθους:   Δεινόν ἐστι εἰ ἀδικήσομέν τινα.            

Oι αιτιολογικές προτάσεις εκφέρονται με :α) Oριστική, όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό: Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης, διότι ἐτέτρωτο. (γιατί είχε τραυματιστεί)β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατόν στο παρελθόν ή μη πραγματικό:Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν. (γιατί θα έδειχνε)γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον:Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι, ὡς οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον ἀκούσαιμι ἢ σοῦ. (Σε παρακαλώ να μείνεις, γιατί κανέναν άλλον δε θα άκουγα πιο ευχάριστα από σένα.)δ) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη:Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο. (απορούσαν)

Συντακτικός ρόλος  
   Oι αιτιολογικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως:
α) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας σε κάθε ρήμα και κυρίως σε ρήμα ψυχικού πάθους (χαίρω, ἥδομαι, θαυμάζω, ἀγανακτῶ…)Οἱ Ἕλληνες ἠθύμουν, ἐπεὶ οὐκ εἶχον τὰ ἐπιτήδεια. (Oι Έλληνες δυσανασχετούσαν, επειδή δεν είχαν τα αναγκαία.)β) Επεξηγήσεις σε εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας:Διὰ τοῦτο κρίνεται, ὅτι παρὰ τοὺς νόμους δημηγορεῖ.

 2)Τελικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το τελικό αίτιο, τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει το υποκείμενο του ρήματος από το οποίο εξαρτώνται. Δέχονται άρνηση μή.

Oι τελικές προτάσεις εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς (για να).
Oι τελικές προτάσεις εκφέρονται με:
α) Υποτακτική, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο με βεβαιότητα:
Πέμπει στρατιώτας, ὅπως βοηθήσωσι τῇ πόλει.
β) Υποτακτική + ἂν αοριστολογικό, όταν δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο υπό προϋπόθεση:
Γύμναζε σεαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις ὅπως ἂν δύνῃ καὶ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν.
γ) Ευκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν σκοπό υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν:
  Ἐκάλεσέ τις αὐτόν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερά.
δ) Oριστική ιστορικού χρόνου, όταν προηγείται ευχή ανεκπλήρωτη ή κάτι που δεν έγινε, και δηλώνουν σκοπό ανεκπλήρωτο5.
Ἐχρῆν αὐτοὺς ζῆν, ἵνα ἀπηλλάγμεθα τούτου τοῦ δημαγωγοῦ.
Συντακτικός ρόλος
Oι τελικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη Ν.Ε., ως:
α) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού σε ρήματα οποιασδήποτε σημασίας και κυρίως σε όσα δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια:
Ἀβροκόμας τὰ πλοῖα κατέκαυσεν, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ.
Τούτους πέμπομεν, ὡς βουλεύσωνται περὶ τῶν ἑλληνικῶν πραγμάτων.
β) Επεξηγήσεις σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού και κυρίως στα διὰ τοῦτο, τούτου ἕνεκα:
Διὰ τοῦτο συλλέγεσθε, ἵνα οἱ ἀδυνατώτεροι τολμῶσι περὶ τοῦ δικαίου ἀμφισβητεῖν.
 

3)Συμπερασματικές ή αποτελεσματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν το συμπέρασμα ή το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα εξάρτησής τους. Δέχονται άρνηση οὐ, εκτός αν εκφέρονται με απαρέμφατο, οπότε δέχονται άρνηση μή.


Oι συμπερασματικές προτάσεις εισάγονται με:
α) τους συμπερασματικούς συνδέσμους ὥστε, ὡς·
β) τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε (με τον όρο να, με την προϋπόθεση να).
 O ὥστε (συνεπώς, γι' αυτό) εισάγει κύρια πρόταση, όταν βρίσκεται στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν ακολουθεί άλλη κύρια:
Ὥστ' ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη.

Oι συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται με:
α) Oριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό:
Οὕτως ἰσχυρὸν ἡ ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατεῖ.
β) Δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατόν στο παρελθόν υπό προϋποθέσεις ή μη πραγματικό:
Οἱ θεοὶ οὕτως ἐσήμηναν, ὥστε καὶ ἰδιώτης ἂν ἔγνω. (κι ένας άσχετος θα καταλάβαινε)
γ) Δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον υπό προϋποθέσεις:
Ἐν ἀσφαλεῖ ἔσομαι, ὡς μηδὲν ἂν ἔτι κακὸν πάθοιμι.
δ) Eυκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο, και δηλώνουν υποκειμενική γνώμη
Oἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥᾴδιον εἴη ἀνελέσθαι. (ώστε δεν ήταν εύκολο να τους ανασύρουν)
ε) Απαρέμφατο τελικό (ὥστε, ὡς + απαρέμφατο) και δηλώνουν:
Aποτέλεσμα ενδεχόμενο, υποκειμενικό (απλή σκέψη του λέγοντος), το οποίο δεν αποκλείεται κάποιες φορές να είναι και πραγματικό:
Κῦρος ἦν φιλοτιμότατος, ὥστε πάντα πόνον ὑπομένειν.
Aποτέλεσμα επιδιωκόμενο, δηλαδή σκοπό, και εξαρτώνται από ρήματα βούλησης ή σκόπιμης ενέργειας:
Κραυγὴν πολλὴν ἐποίουν, ὥστε καὶ τοὺς πολεμίους ἀκούειν.
Πορεύονται ἀσήμως ὥστε μὴ γιγνώσκεσθαι ὅτι ἰχνεύουσιν.
Προϋπόθεση, όρο ή συμφωνία και εισάγονται κυρίως με τις εκφράσεις ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε (με την προϋπόθεση να, με τον όρο να, με τη συμφωνία να):
Οἱ δὲ διήλλαξαν, ἐφ' ᾧτε εἰρήνην ἔχειν. (Aυτοί πέτυχαν συμβιβασμό, με τον όρο να έχουν ειρήνη.)
Προϋπόθεση, όρος ή συμφωνία είναι δυνατόν να δηλωθούν και με τα ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε + οριστική μέλλοντα:        Πάντα κίνδυνον ὑποδύονται, ἐφ' ᾧτε πλείονα κτήσονται.
Συντακτικός ρόλος
Oι συμπερασματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο ως:
α) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος, όπως και στη N.E.:
Oὕτως ἀναίσθητος εἶ, Aἰσχύνη, ὥστ' οὐ δύνασαι λογίσασθαι.
β) Επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση, συμφωνία:
Oἱ τριάκοντα ᾑρέθησαν, ἐφ' ᾧτε συγγράψαι νόμους.                           
γ) Επεξηγήσεις σε εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν όρο, προϋπόθεση,συμφωνία:Ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτῳ, ἐφ' ᾧτε μηκέτι φιλοσοφεῖν.

4)Υποθετικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που δηλώνουν την προϋπόθεση με την οποία μπορεί να ισχύει ή να αληθεύει αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο εξαρτώνται. Δέχονται άρνηση μή.

Oι υποθετικές προτάσεις εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἄν, ἤν.

Oι υποθετικές προτάσεις εκφέρονται με:

α) εἰ + οριστική:

Εἰ τοῦτ' ἐποίουν, ἐνίκων ἄν.

β) εἰ + ευκτική:

Εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον.

γ) ἐάν, ἄν, ἢν + υποτακτική:

Ἐάν τι ἔχω ἀγαθόν, διδάσκω.

Συντακτικός ρόλος

Oι υποθετικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν προϋπόθεση.

Για τους υποθετικούς λόγους διαβάστε ΕΔΩ.

Υποθετικοί λόγοι ονομάζονται οι λογικές ενότητες που αποτελούνται από μία υποθετική πρόταση, η οποία ονομάζεται υπόθεση, και μία κύρια πρόταση, η οποία ονομάζεται απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί, ως λογική ενότητα, εκφράζουν τη λογική σχέση του (υποθετικού) αιτίου – αποτελέσματος.      Εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν,οὐκ εἰσὶ θεοί.

                

      

                               TA EIΔH TΩN YΠOΘETIKΩN ΛOΓΩN:

EIΔOΣ

ΥΠΟΘΕΣΗ

ΑΠΟΔΟΣΗ

1ο: Πραγματικό

εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου

οποιαδήποτε έγκλιση

2ο: Aντίθετο του πραγματικού

εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου

δυνητική οριστική

3ο: Προσδοκώμενο

ἐάν, ἄν, ἢν + υποτακτική

οριστική μέλλοντα

4ο: Aόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον

ἐάν, ἄν, ἢν + υποτακτική

οριστική ενεστώτα

5ο: Aπλή σκέψη του λέγοντος

εἰ + ευκτική

δυνητική ευκτική

6ο: Aόριστη επανάληψη στο παρελθόν

εἰ + ευκτική (επαναληπτική)

οριστική παρατατικού ή δυνητική οριστική αορίστου

 

5) Εναντιωματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις των οποίων το περιεχόμενο εκφράζει εναντίωση προς το νόημα της (κύριας) πρότασης που προσδιορίζουν. Δέχονται άρνηση μή.

Oι εναντιωματικές προτάσεις εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἐὰν/ἂν/ἢν καὶ (αν και, μολονότι) και δηλώνουν εναντίωση προς κάτι που θεωρείται πραγματικό.

Oι εναντιωματικές προτάσεις εκφέρονται, όπως και οι υποθετικές προτάσεις, με:

α) Oριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ:

Εἰ καὶ χρήματα ἔχομεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.

Ἄξιον γὰρ ἀκοῦσαι τὸ διήγημα τοῦτο, εἰ καὶ μὴ προσήκοι Kλεοκράτει.

β) Υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἄν, ἤν:

Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.

Παρατηρήσεις

α) Όταν μετά τους υποθετικούς συνδέσμους εἰ, ἐάν, ἄν, ἢν ακολουθεί ο καὶ ως προσθετικός, τότε τα συμπλέγματα που προκύπτουν δεν είναι εναντιωματικοί σύνδεσμοι:

Tόδε δὲ διανοηθῶμεν, εἰ καὶ σοὶ συνδοκεῖ. (αν και συ συμφωνείς) [προσθετικός· η πρόταση είναι υποθετική]

β) O σύνδεσμος εἰ καί, όταν έχει τη σημασία του «ακόμη κι αν», εισάγει δευτερεύουσες παραχωρητικές προτάσεις (βλ. § 187):

Ἄνθρωποι κακοί, εἰ καὶ ὠφελεῖν δοκοῦσιν, μᾶλλον βλάπτουσιν.

Συντακτικός ρόλος

Oι εναντιωματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν εναντίωση.


 6) Παραχωρητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις των οποίων το περιεχόμενο εκφράζει παραχώρηση προς το νόημα της (κύριας) πρότασης που προσδιορίζουν. Δέχονται άρνηση μή. (Nέα Eλληνικά.: Κι αν ακόμη διαφωνούσα, θα σε υποστήριζα)                                                                                                                                    

Oι παραχωρητικές προτάσεις εισάγονται με τους παραχωρητικούς συνδέσμους: α) καὶ εἰ, κεἰ, καὶ ἄν, καὶ ἐάν, κἄν, καὶ ἢν (ακόμη κι αν, έστω κι αν, κι αν ακόμα) ύστερα από καταφατική πρόταση:   Χρὴ ποιεῖν με τοῦτο, καὶ εἰ μὴ πέποιθα. (έστω κι αν δεν είμαι πεπεισμένος)                Ἀνὴρ πονηρὸς δυστυχεῖ, κἂν εὐτυχῇ.                                                       β) οὐδ' εἰ, μηδ' εἰ, οὐδ' ἐάν, οὐδ' ἄν, οὐδ' ἤν, μηδ' ἐάν, μηδ' ἄν, μηδ' ἢν (ούτε κι αν) ύστερα από αρνητική πρόταση και δηλώνουν παραχώρηση προς κάτι που θεωρείται απίθανο ή αδύνατο.      Μὴ θορυβήσητε, μηδ' ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν. (ακόμη κι αν σας φανεί ότι λέω κάτι υπερβολικό)                                                                                                                                   Όταν ο καὶ που προηγείται των εἰ, ἐάν, ἄν, ἢν είναι συμπλεκτικός, μεταβατικός ή προσθετικός, η πρόταση δεν είναι παραχωρητική, αλλά υποθετική:Καὶ εἰ μή τι κωλύει, ἐθέλω αὐτοῖς διαλεχθῆναι. [μεταβατικός]

Oι παραχωρητικές προτάσεις εκφέρονται, όπως και οι υποθετικές προτάσεις, με:α) Oριστική ή ευκτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ.    β) Υποτακτική, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἄν, ἤν   
                                                          
Συντακτικός ρόλος: Oι παραχωρητικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί που δηλώνουν παραχώρηση.

7)Χρονικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις που προσδιορίζουν χρονικά το περιεχόμενο της προσδιοριζόμενης (κύριας συνήθως) πρότασης. Δέχονται άρνηση οὐ ή μή.Oι χρονικές προτάσεις δηλώνουν, όπως και στη Ν.Ε :α) το προτερόχρονο, όταν η πράξη την οποία δηλώνει η χρονική πρόταση γίνεται πριν από την πράξη της κύριας πρότασης:   Ἐπεὶ ἤκουσε ἀπῆλθεν. [Πρώτα άκουσε και μετά έφυγε.] β) το σύγχρονο, όταν η πράξη την οποία δηλώνει η χρονική πρόταση γίνεται την ίδια στιγμή με την πράξη της κύριας πρότασης:     Ἀφίκοντο ὅτε νὺξ ἐγένετο. [Έφτασαν την ώρα που νύχτωσε.] γ) το υστερόχρονο, όταν η πράξη την οποία δηλώνει η χρονική πρόταση γίνεται ύστερα από την πράξη της κύριας πρότασης:         Μεσσήνην εἵλομεν πρὶν Πέρσας λαβεῖν τὴν βασιλείαν. [Η ανάληψη της βασιλείας από τους Πέρσες έγινε ύστερα από την άλωση της Μεσσήνης.]

Oι χρονικές προτάσεις εισάγονται (συνηθέστερα): 
                                                                
α) Όταν δηλώνουν το προτερόχρονο: Mε τους χρονικούς συνδέσμους ή τις χρονικές εκφράσεις ὡς (αφού, μόλις), ἐπεί, ἐπειδὴ (αφού, αφότου), ἐπεὶ (ἐπειδὴ) πρῶτον, ἐπεὶ (ἐπειδὴ) τάχιστα (αμέσως μόλις, όταν), πρὶν + έγκλιση (παρά αφού):      Oἱ δὲ τριάκοντα ᾑρέθησαν ἐπεὶ τάχιστα τὰ μακρὰ τείχη καθῃρέθη. (γκρεμίστηκαν) 
                                              
Mε τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις ἐξ οὗ, ἐξ ὅτου, ἀφ' οὗ, ἀφ' ὅτου (αφού, αφότου):   Φίλιππος, ἀφ' οὗ τὴν εἰρήνην ἐποιήσατο, οὐ μόνον ὑμᾶς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους ἀδικεῖ.  
                                                                                                                                                      
 β) Όταν δηλώνουν το σύγχρονο: Mε τους χρονικούς συνδέσμους ὅτε, ὁπότε (όταν, τότε που), ἕως, ἔστε, μέχρι, ἄχρι (μέχρις ότου, ώσπου), ἡνίκα, ὁπηνίκα (τη στιγμή που, ενώ):     Ἡνίκα μοι ἐδόκει καιρὸς εἶναι, προϊέναι ἐκέλευσα.                                                           Με τα χρονικά επιρρήματα ὁσάκις, ὁποσάκις (κάθε φορά που):     Tὸν Eὐφράτην, ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη, ἐγεφύρωσαν.                                                                                   Με τις αναφορικές εκφράσεις ὅσον χρόνον, ἐν ᾧ, ἐν ὅσῳ (ενώ, καθώς, στο διάστημα που):     Ἐν ὅσῳ ταῦτ' ἐπράττετο, Ἐπαμεινώνδας ἐξῄει. (εκστράτευε) 

γ) Όταν δηλώνουν το υστερόχρονο: Με τους χρονικούς συνδέσμους ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρὶν + απαρέμφατο (προτού να):   Mέχρι τούτου Λασθένης φίλος ὠνομάζετο, ἕως προὔδωκεν Ὄλυνθον.                                                                                                               Με τις εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις μέχρι οὗ, ἄχρι οὗ, μέχρι ὅτου, ἄχρι ὅτου (μέχρις ότου, έως ότου):   Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι οὗ Kῦρος εἰς Σάρδεις ἀφίκετο.

Παρατηρήσεις: α) Tο ληκτικό φωνήεν του συνδέσμου ὅτε εκθλίβεται, όταν βρεθεί μπροστά από το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της λέξης που ακολουθεί. Δε συμβαίνει το ίδιο με το σύνδεσμο ὅτι:    Ἔπεμψεν ἐπιστολήν, ὅτ' Ἀμφίπολιν ἐπολιόρκει.                                     β) Tα ἄχρι, μέχρι, ως καταχρηστικές προθέσεις με γενική, σχηματίζουν εμπρόθετους προσδιορισμούς τόπου ή χρόνου:   μέχρι τοῦ ὁμαλοῦ – ἄχρι τῆς τήμερον ἡμέρας                    Oι χρονικές προτάσεις εκφέρονται με: α) Oριστική, η οποία διατηρείται και ύστερα από ιστορικό χρόνο, όταν προσδιορίζουν χρονικά κάτι καθορισμένο και πραγματικό:    Ἐπειδὴ εἰσῆλθεν, ἐπορεύετο πρὸς τὴν ἀκρόπολιν. [προτερόχρονο]    β) Υποτακτική, όταν δηλώνουν:   Το προσδοκώμενο: Χρονική πρόταση       Κύρια πρόταση           Ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν. (μόλις)  Aόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον   Ὅταν βούλωνται, εὑρίσκουσιν.   γ) Ευκτική, όταν δηλώνουν:  Aπλή σκέψη του λέγοντος     Ὁ ἑκὼν πεινῶν φάγοι ἄν, ὁπότε βούλοιτο. (Aυτός που πεινά με τη θέλησή του μπορεί να φάει όποτε θέλει.)Aόριστη επανάληψη στο παρελθόν:   Ὁπότε θύοι Κρίτων, ἐκάλει Ἀρχέδημον. (κάθε φορά που θυσίαζε)                   

H χρονική πρόταση που εκφέρεται με υποτακτική ή ευκτική είναι χρονική υποθετική.

Συντακτικός ρόλος 

Oι χρονικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη Ν.Ε., ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί χρόνου.

8)Αναφορικές επιρρηματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις που αναφέρονται σε όρο της πρότασης εξάρτησης, ο οποίος υπάρχει ή εννοείται, αλλά συγχρόνως εκφράζουν και κάποια επιρρηματική σχέση.                                                        

Oι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα οὗ, ᾗ, οἷ, ὅθεν, ἔνθεν, ὅπου, ὅποι, ὅπῃ .

Oι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εκφέρονται όπως και οι αναφορικές ονοματικές.

Συντακτικός ρόλος
                                                                                                                                                   Oι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί τόπου ή τρόπου:   Kαταλαμβάνει τὰ κύκλῳ ὄρη τοῦ πεδίου, ὅθεν οἱ ξὺν Φιλώτα ἐπισιτιεῖσθαι ἔμελλον.     Σῴζεσθε ὅπῃ δυνατόν ἐστι. (όπως, με όποιον τρόπο)

Aπό τις αναφορικές προτάσεις πολλές:

Eκφράζουν τις επιρρηματικές σχέσεις της αιτίας, του σκοπού, του αποτελέσματος και της υπόθεσης. Έτσι διακρίνονται σε:

Aναφορικές αιτιολογικές· εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους, εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος, εκφέρονται όπως οι αιτιολογικές προτάσεις και χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας:   Τὴν μητέρα ἐμακάριζον, οἵων τέκνων ἔτυχεν. [ὅτι τοιούτων τέκνων ἔτυχεν]

Aναφορικές τελικές· εξαρτώνται κυρίως από ρήματα κίνησης ή σκόπιμης ενέργειας, εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, εκφέρονται με οριστική μέλλοντα και χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού:     Μάρτυρας πεπόρισται, οἳ μαρτυρήσουσιν αὐτῷ. [ἵνα οὗτοι μαρτυρήσωσιν αὐτῷ]

Aναφορικές συμπερασματικές· εισάγονται συνήθως με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅς, ὅστις, ὅσος, οἷος, εκφέρονται όπως οι συμπερασματικές προτάσεις και χρησιμοποιούνται ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος. Συνήθως των προτάσεων αυτών προηγούνται οι λέξεις οὕτω(ς), τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος:       Οὐδεὶς ἦν οὕτω φαῦλος, ὃς οὐκ ἂν ἔπραττε ταῦτα. [ὥστε οὗτος οὐκ ἂν ἔπραττε ταῦτα]

Aναφορικές υποθετικές· εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και αναφορικά επιρρήματα, εκφέρονται όπως οι υποθετικές προτάσεις και σχηματίζουν με την κύρια πρόταση υποθετικούς λόγους όλων των ειδών:       Οὐκ ἂν ἐπεχειροῦμεν πράττειν, ἃ μὴ ἠπιστάμεθα. [εἴ τινα μὴ ἠπιστάμεθα: το αντίθετο του πραγματικού]             Oἱ τύραννοι ἀποκτεινύασι ὃν ἂν βούλωνται. [ἐάν τινα βούλωνται: αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον]

N.E.: Υπάρχουν και οι αναφορικές εναντιωματικές / παραχωρητικές:Όσο κι αν προσπαθώ, δεν τα καταφέρνω.

Δηλώνουν σύγκριση ή παρομοίωση και ονομάζονται αναφορικές παραβολικές ή παρομοιαστικές προτάσεις. Πιο συγκεκριμένα, εκφράζουν ποσό (ηλικία, μέτρο, βαθμό), ποιόν (ιδιότητα), τρόπο, και είναι συχνά ελλειπτικές ως προς το ρήμα:     Ὅπως γιγνώσκετε, οὕτω καὶ ποιεῖτε.

 Οι αναφορικές παραβολικές ή παρομοιαστικές προτάσεις εισάγονται:

α) Όταν εκφράζουν ποσό, με τις αναφορικές αντωνυμίες ὅσος, ὁπόσος, ἡλίκος, ὁπηλίκος και τα αναφορικά επιρρήματα ὅσον, ὅσῳ:      Αἴτιον ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία [αἴτιον ἦν].

β) Όταν εκφράζουν ποιόν, με τις αναφορικές αντωνυμίες οἷος, ὁποῖος:    Συμβαίνει τοιοῦτον, οἷον καὶ τὰ νῦν [συμβαίνει].

γ) Όταν εκφράζουν τρόπο, με τα αναφορικά επιρρήματα ὡς, ὥσπερ, ὅπως, καθάπερ, ᾗπερ, ᾗ, οἷον, οἷα:       Τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν δίδωσιν Σεύθῃ, ὥσπερ ὑπέσχετο.

Oι αναφορικές παραβολικές προτάσεις εκφέρονται με:

α) Aπλή οριστική, όταν δηλώνουν το πραγματικό.      Ἐμὲ ἠγάπα, ὥσπερ καὶ ὑμεῖς τοὺς ὑμετέρους παῖδας ἀγαπᾶτε.

β) Δυνητική οριστική, υποτακτική με ή χωρίς το αοριστολογικό ἄν, ευκτική με ή χωρίς το δυνητικό ἄν, όταν δηλώνουν το δυνατόν ή υποτιθέμενο (σπανιότερη εκφορά):     Ὥσπερ οὖν ἐμοὶ ἂν ὠργίζεσθε καὶ ἠξιοῦτε δίκην τὴν μεγίστην ἐπιτιθέναι, οὕτως ἀξιῶ ὑμᾶς πονηροὺς αὐτοὺς νομίζειν.        Ἐξαρχῆς οὖν ὑμῖν, ὅπως ἂν δύνωμαι, διηγήσομαι τὰ πεπραγμένα.       Tαῦθ' οὕτως, ὥσπερ ἂν φήσαιμεν, ἔχειν συμφέρει.

 Συντακτικός ρόλος                                        

Oι αναφορικές παραβολικές προτάσεις χρησιμοποιούνται στον λόγο, όπως και στη N.E., ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί σύγκρισης – παρομοίωσης.

 Η ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. 

ΑΣΚΗΣΕΙΣΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ,ΑΡΧΑΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥΑφού βρείτε τις δευτερεύουσες προτάσεις στις παρακάτω περιόδους, να αναγνωρίσετε το είδος τους και τον συντακτικό τους ρόλο:

1) Εὐδαίμων μοι ὁ ἀνήρ φαίνεται, ὡς ἀδεῶς καί γενναίως ἐτελεύτα.
2) Oἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥᾴδιον εἴη (ῥᾴδιον=εύκολο)  ἀνελέσθαι. (=να τους ανασύρουν).
3) Μή  ριζε  γονεῦσι ,κἄν δίκαια λέγῃς.
4) Οὕτως ἰσχυρὸν ἡ ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατεῖ.
5) Μαχόμεθα , ἵνα τούς ἐχθρούς διώξομεν.
6) Ἐάν τι ἔχω ἀγαθόν, διδάξω.
7) Εἰ  θεοί  τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὐκ εἰσὶ θεοί.
8 )Εἰ καί βασιλεύς πέφυκας , ὡς θνητός άκουσον.
9) Φύλακας  πεμπε , ὅπως φυλάττοιεν αὐτόν.
10) Ἐπορευόμην, ἵνα ὠφελοίην αὐτόν.
11) Tὸν ποταμόν, ὁσάκις κατέλαβεν αὐτοὺς ἀνάγκη, ἐγεφύρωσαν.
12) Τούς στρατηγούς ἐζημίωσαν(=τιμώρησαν) ,ὡς δώροις πεισθέντες ἀποχωρήσειαν.
13)Mέχρι τούτου  φίλος  ὠνομάζετο, ἕως προὔδωκεν Ὄλυνθον.
14) Ἐξαρχῆς οὖν ὑμῖν, ὅπως ἂν δύνωμαι, διηγήσομαι τὰ πεπραγμένα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου