Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΕΙΡΗΝΗ-ΠΟΛΕΜΟΣ,ΓΛΩΣΣΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΕΙΡΗΝΗ-ΠΟΛΕΜΟΣ,ΕΝΟΤΗΤΑ 5η ,ΓΛΩΣΣΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

                   

ΕΙΡΗΝΗ -ΠΟΛΕΜΟΣ

«Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να προτιμάει τον πόλεμο απ' την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους.»

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ


Πρώτα στη λίστα των θυμάτων ενός πολέμου τα παιδιά. 

Παιδιά που τους δίνουν όπλα μεγαλύτερα από το μπόι τους και τα στέλνουν να κλαδέψουν τη ζωή άλλου ανθρώπου και να πεθάνουν και τα ίδια. Παιδιά που τα ποτίζουν μίσος για τον πλησίον. Αλλά το παιδί σκέφτεται την ειρήνη, την ονειρεύεται, τη ζωγραφίζει, την τραγουδά.

Τα παιδιά-θύματα να μην τα μετράμε με νούμερα, φτάνει και μόνο ένα παιδί να χαθεί έτσι, τότε ο κόσμος μας ο δήθεν πολιτισμένος, ο δήθεν χριστιανικός, έχει χρεωκοπήσει. Αυτό που πεθαίνει είναι η ψυχή του παιδιού.


Αντώνης Σαμαράκης


ΔΕΙΤΕ  ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΕΔΩ


ΑΣΚΗΣΕΙΣ  -ΕΡΓΑΣΙΕΣ


1)     Ακούστε  το  τραγούδι και στη συνέχεια να αποδώσετε το περιεχόμενό του με δικά σας  λόγια σε μία παράγραφο 10-12 σειρών.Μπορείτε   να  την αναπτύξετε  με όποιον     τρόπο      ανάπτυξης   παραγράφου επιλέξετε:                                                                                                     
                                                                                                                            
2)   Να ζωγραφίσετε μια εικόνα ή να γράψετε μια φράση που σας φέρνει στο μυαλό το τραγούδι αυτό.



Για να θυμηθούμε τους τρόπους ανάπτυξης παραγράφων:


Σας παραθέτω και τους στίχους του τραγουδιού που ακούσατε, για να το επεξεργαστείτε πιο εύκολα:
Το παιδί με το ταμπούρλο

Μουσική : Γιώργος Χατζηνάσιος
Στίχοι : Νίκος Γκάτσος

Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο
ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο
Είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε
Τι ψυχή βασανισμένη να 'ταν άραγε

Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
η γειτονιά του δεν το κράταγε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
τους δρόμους πήρε και περπάταγε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
καπνός τριγύρω δε φαινότανε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
μα κάπου πόλεμος γινότανε

Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα
σ' όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα
Τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα
Η ζωή κυλάει με δάκρυα και κλάματα

Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
κανένας τόπος δεν τον χώραγε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
στις ερημιές μακριά προχώραγε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
ούτ' ένα φύλλο δεν κουνιότανε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
μα κάπου πόλεμος γινότανε

Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα
σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα
Μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε
το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε

Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
με τ' άγριο νύχι του σημάδεψε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
τ' αγόρι λες ονειρευότανε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
μα γύρω πόλεμος γινότανε

Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε
στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε
Έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου
και τ' αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του

Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
στον ουρανό βαθιά προχώρησε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
μα πάντα πόλεμος γινότανε

Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ
ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε
Ταμ-ταμ, ταμ-ταμ

μα πάντα πόλεμος γινότανε


ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.ΑΦΟΥ ΤΟ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΤΕ, ΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΛΕΜΟΥ....
ΠΩΣ ΕΠΙΔΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ,ΠΩΣ ΤΟΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ;
ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΕΤΕ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΑΣ  ΓΙΑ ΟΣΑ  ΘΑ ΔΕΙΤΕ .


ΔΕΙΤΕ,ΑΚΟΜΑ,ΠΩΣ ΟΙ ΣΥΝΟΜΗΛΙΚΟΙ ΣΑΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ.
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ.
ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ.ΣΥΝΘΕΣΤΕ  ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΠΟΙΗΜΑ Η ΠΕΖΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΘΕΜΑ  ΑΥΤΟ.



ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ:
Το τραγούδι της ειρήνης

Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: 
Γιάννης Μαρκόπουλος


Ειρήνη, τ' όνομά σου να γραφτεί
στους αιώνες των αιώνων, ειρήνη.
Τ' όνομά σου να γραφτεί στα κανόνια
 
που σκουριάζουν, ειρήνη.

Ειρήνη, θέλουμε ειρήνη!

Ειρήνη, τα παιδιά σε αγαπούν
οι μεγάλοι σε λατρεύουν, ειρήνη.
Σαν θεός αληθινός πάντα
 
στέλνεις την αγάπη ειρήνη,
του πολέμου το θεριό
το χτυπάς και το σκοτώνεις, ειρήνη.

Ειρήνη, θέλουμε ειρήνη!


Στίχοι από την τραγωδία "Ελένη" του Ευριπίδη που δείχνουν τα δεινά που φέρνει ο πόλεμος!
ΕΛE. Ήσουν λοιπόν στην ξακουσµένη Τροία, ξένε;
 TEY. Την κούρσεψα, µα πάω κι εγώ χαµένος. 130
**Να βρεις κι άλλους στίχους από την τραγωδία με παρόμοιο περιεχόμενο.



1)Να βρεις από τα Νεοελληνικά Κείμενα δύο σύντομα αποσπάσματα που αναφέρονται στη φρίκη του πολέμου.
         2)Να συντάξεις μία παράγραφο 10-12 σειρών για τα πλεονεκτήματα όσων ζουν
                   ειρηνικά .(τρόπος ανάπτυξης:με σύγκριση-αντίθεση).




Αντώνης Σαμαράκης

Το ποτάμι

(διήγημα)
Απο τη Συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)
Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει...

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ
   1)Γιατί ο ήρωας παραβαίνει τη Διαταγή της Μεραρχίας;

         2)Ποιοι ήταν οι Άλλοι;

        3)Τι συμβολίζει το ποτάμι;

        4)Πώς κρίνετε την ενέργεια του ΄Αλλου;

        5)Ποια τα συμπεράσματά σας από την ανάγνωση του διηγήματος για τον πόλεμο;




3 σχόλια: